ὑαλουργεῖον

ὑαλουργεῖον
ὑᾰλουργ-εῖον, or [pref] ὑελ-, τό,
A glass-house, Dsc.5.161, Gloss.; also [suff] ὑᾰλούργ-ιον, ib.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υαλουργείον — και ὑελουργεῑον, τὸ, Α βλ. υαλουργείο …   Dictionary of Greek

  • υαλουργείο — το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α [υαλουργός] εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”